Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρησιμοποιώ γιά το

  • 1 обыграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обыгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. κερδίζω, νικώ στο παιγνίδι•

    обыграть в шахматы κερδίζω στο σκάκι.

    || κερδίζω πολλά χρήματα στο χαρτοπαίγνιο.
    2. (θεατρ.) χρησιμοποιώ για παιγνίδι. || χρησιμοποιώ για δικό μου όφελος, για εντύπωση.
    3. καλυτερεύω μουσικό όργανο δουλεύοντας το•

    обыграть скрипку δουλεύω το βιολί για να καλυτερεύσει η φωνή του.

    Большой русско-греческий словарь > обыграть

  • 2 зло

    зло I
    с τό κακό:
    причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.
    зло II
    нареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:
    \зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία.

    Русско-новогреческий словарь > зло

  • 3 κακό

    [ν] τό
    1) зло;

    θέλω το κακόжелать зла (кому-л.);

    κάνω κακό — причинять зло;

    χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;

    2) убыток, ущерб, вред;

    κακό δεν κάνει — вреда не будет;

    3) беда, несчастье;

    μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;

    έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;

    4) злоба, злость; досада;

    σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;

    απ' το κακό μου — с досады;

    με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;

    του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;

    όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);

    5):

    καί κακό — очень много;

    κόσμος και κακό — очень много народу;

    σταφύλια και κακό — очень много винограда;

    § η ρίζα τού κακού — корень зла;

    βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;

    τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;

    του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;

    σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακό

  • 4 воспользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.σ.
    με οργν.
    επωφελούμαι, δράττομαι•

    воспользоваться случаем επωφελούμαι της ευκαιρίας.

    || χρησιμοποιώ (για όφελος μου)•

    он -лся чужими деньгами αυτός χρησιμοποίησε ξένα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > воспользоваться

  • 5 потребить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потребленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.
    1. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ.
    2. χρησιμοποιώ (για τροφή).
    καταναλώνομαι, ξοδεύω, δαπανώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > потребить

  • 6 употребить

    -блго, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. употребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.
    χρησιμοποιώ• μεταχειρίζομαι• διαθέτω•

    употребить свободное время для чтения χρησιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο για διάβασμα•

    употребить не свойнственное выражение χρησιμοποιώ απρεπή (ανάρμοστη) έκφραση•

    употребить чистый лист для письма χρησιμοποιώ καθαρό χαρτί για γράψιμο•

    употребить угрозы, насилие χρησιμοποιώ απειλές, βία•

    употребить все средства χρησιμοποιώ όλα τα μέσα.

    χρησιμοποιούμαι• χρησιμεύω.

    Большой русско-греческий словарь > употребить

  • 7 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 8 употреблять

    употреб||лять
    несов в разн. знач. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:
    \употреблятьл ять деньги на что́-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \употреблятьлять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \употреблятьля́ть что́-л. в пи́щу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \употреблятьлять (доверие) во зло́ ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \употреблятьлять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \употреблятьлиться χρη-σηιοποιούμαι:
    это слово теперь не \употреблятьля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον.

    Русско-новогреческий словарь > употреблять

  • 9 пользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.δ.
    1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•

    пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•

    пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•

    пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.

    2. επωφελούμαι•

    пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.

    3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•

    пользоваться свободой έχω ελευθερία•

    пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•

    пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•

    пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.

    4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пользоваться

  • 10 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 11 привлечь

    -леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.
    2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•

    крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•

    его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•

    привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.

    3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•

    привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.

    4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•

    привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.

    || θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > привлечь

  • 12 патент

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент

  • 13 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 14 раскурка

    θ.
    1. άνα\ι\ια.
    2. χαρτί για στριφτό τσιγάρο•

    употребить газету на -у χρησιμοποιώ εφημερίδα για στριφτό τσιγάρο.

    Большой русско-греческий словарь > раскурка

  • 15 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

  • 16 гербицид

    (хим) το ζιζανιοκτόνο
    вно-сить - χρησιμοποιώ/ρίχνω το -
    довсходовый - για χρήση πριν το φύτρωμα/μεγάλωμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гербицид

  • 17 случай

    случай
    м
    1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:
    несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·
    2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:
    пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·
    3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:
    в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο.

    Русско-новогреческий словарь > случай

  • 18 шутка

    шу́т||ка
    ж τό ἀστεῖο, τό χωρατό/ ἡ ζαβολιά, ἡ διαβολιά, ἡ σκανταλιά (проказа):
    забавная \шутка τό διασκεδαστικό ἀστεῖο· злая (глупая) \шутка τό ἄσχημο (τό ἀνόητο) ἀστεῖο· в \шуткаку στά χωρατά· \шуткаки ради στ' ἀστεΐα, στά χωρατά· мне не до \шуткаοκ δέν ἔχω ὅρεξη γι ' ἀστεΐα· пересыпать речь \шуткаками χρησιμοποιώ στήν ὁμιλία μου πολλά ἀστεΐα· не понимать \шуткаοκ δέν καταλαβαίνω ἀπό ἀστεΐα· превращать что́-л. в \шуткаку τό γυρίζω στό χωρατό· сыграть \шуткаку с кем-л. κάνω Ινα ἀστεῖο σέ κάποιον это не \шутка δέν εἶναι χωρατά, δέν εἶναι παιγνίδι· ◊ кроме \шуткаοκ χωρίς ἀστεΐα, σοβαρά· \шуткака ли разг δέν εἶναι παίξε γέλασε· \шуткака \шуткакой или \шуткаки \шуткакамн τ' ἀστεΐα-ἀστεΐα ἀλλά...· \шуткаки прочь! ν' ἀφήσουμε τά χωρατά!· \шуткаки в сторону! ἄφησε τ' ἀστεια!· с ним \шуткаки плохи δέν σηκώνει ἀστεΐα· он не на \шуткаку рассердился θύμωσε <ττά σοβαρά· испугаться не на \шуткаку τρόμαξα γιά καλά.

    Русско-новогреческий словарь > шутка

  • 19 выехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ.σ.
    1. αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•
    2. φτάνω (με μεταφ. μέσο).
    3. μτφ. χρησιμοποιώ προς όφελος, για κέρδος, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > выехать

  • 20 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

См. также в других словарях:

  • χρησιμοποιώ — χρησιμοποίησα, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος, μεταχειρίζομαι κάτι, κάνω κάτι να χρησιμεύσει σε κάτι: Χρησιμοποίησε το όνομά σου, για να τον πείσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • εγκαινιάζω — (Μ ἐγκαινιάζω) 1. τελώ τα εγκαίνια 2. χρησιμοποιώ για πρώτη φορά καινούργιο πράγμα 3. εφαρμόζω κάτι για πρώτη φορά («εγκαινίασε νέα τακτική») μσν. αγιάζω …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλεύομαι — (Α ἐκμεταλλεύω) 1. εξορύσσω μετάλλευμα από ορυχείο 2. προσπαθώ να χρησιμοποιήσω επικερδώς οικονομικό αγαθό 3. επωφελούμαι, χρησιμοποιώ για αθέμιτο κέρδος δεσμούς, ιδεολογία ή αίσθημα 4. αποκτώ κέρδη εις βάρος άλλων και από τη δική τους εργασία… …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»